-
1 καθ-άπτομαι
καθ-άπτομαι, anrühren, antasten; βρέφεος χείρεσσιν Theocr. 17, 65; bei Hom. καϑάπτεσϑαί τινα ἐπέεσσι, u. zwar μαλακοῖσι, sich mit freundlichen Worten an Einen wenden, ihm freundlich zureden, Il. 1, 582, od. ἀντιβίοις, χαλεποῖς, Einen mit harten Worten anlassen, anfahren, schelten, Od. 20, 323; Hes. O. 330; so ist auch ἡ δ' ὲπέεσσι καϑάπτετο ϑοῦρον Ἄρηα Il. 15, 127 zu nehmen; ἔπειτα γέροντα καϑαπτόμενος προςέειπεν Od. 2, 39; καϑαπτόμενος φίλον κῆρ 20, 22. Bei den Folgdn nur in feindlicher Bdtg, Vorwürfe machen, anklagen, gew. c. gen. der Person, ἐπειδή μο υ Νικίας καϑήψατο Thuc. 6, 16; ἴσως ἄν μου δικαίως καϑάπτοιντο Plat. Crito 52 a; Sp., wie Luc. Icarom. 32; auch τῆς οὐραγίας, angreifen, Pol. 1, 19, 4. – Aber τῶν ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος heißt bei Her. 8, 65 sich auf Einen als Zeugen beziehen, ibn zum Zeugen anrufen; ϑεῶν καταπτόμενος ἱκετεύω 6, 68. – S. das Folgde.
-
2 καθαπτω
чаще med., ион. κατάπτομαι1) привязывать, прикреплять(τι ἀμφὴ σώματος δεσμοῖς Eur.)
2) укреплять(τι ἐπὴ τέν γῆν Xen.; τέν πρῶρραν εἰς ἀκίνητον Polyb.)
3) связывать, скреплять(φανερὸν …τὰ ὀστέα καθάπτειν τὰ νεῦρα Arst.)
4) набрасывать, накидывать, надевать(ὤμοις τινὸς ἀμφίβληστρον Soph.)
βρόχῳ καθημμένη Soph. — (Антигона) с накинутой (на шею) петлей;σκευῇ πρεπόντως σῶμ΄ ἐμὸν καθάψομαι Eur. — я надену на себя соответствующую одежду5) преимущ. med. схватывать(βρέφεος χείρεσσι Theocr.)
ἔχιδνα καθῆψε τῆς χειρός αὐτοῦ NT. — гадюка вцепилась ему в руку;6) med. простираться, проникать, доходить, достигать7) med. подходить, приближаться (к кому-л. с речью), обращаться(τινα ἐπέεσσι μαλακοῖσιν Hom.; λόγῳ δήκτῃ Plut.)
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Hom. — обратившись с неприязненной речью8) med. нападать, бранить, порицать(πικρῶς τινος Plut.)
ἐπειδή μου Νικίας καθήψατο Thuc. — поскольку Никий выступил с нападками на меня9) med. просить чьим-л. именем, призывать в свидетелиΔημαράτου τε καὴ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος Her. — ссылаясь на Демарата и других свидетелей